μεταλλούχος
Greek Monolingual
-ο
αυτός που εμπεριέχει μέταλλα, μεταλλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στην Κλειώ Ν. Παπαδούκα].
-ο
αυτός που εμπεριέχει μέταλλα, μεταλλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στην Κλειώ Ν. Παπαδούκα].