μεταλλοφόρος

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος
αυτός που περιέχει μέταλλο («μεταλλοφόρα κοιτάσματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Π. Τριανταφυλλίδη].