μεταξιατικόν

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179

Greek Monolingual

μεταξιατικόν, τὸ (Μ)
φόρος που πλήρωναν οι πωλητές για το μετάξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι + κατάλ. -ιατικόν].