μεταπολύω

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443

Greek Monolingual

μεταπολύω (Μ)
ξαναρίχνω βλήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀπολύω.