μετασεισμός

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source

Greek Monolingual

ο
συν. στον πληθ. οι μετασεισμοί
οι ολοένα και ασθενέστερες σεισμικές δονήσεις που ακολουθούν τον κύριο σεισμό.