μεταστάς
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
Greek Monolingual
-άντος, ο
αυτός που έχει πεθάνει, ο εκλιπών («ήταν θαυμάσιος άνθρωπος ο μεταστάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. αορ. β' του μεθίσταμαι].
Greek Monotonic
μεταστάς: μτχ. αορ. βʹ του μεθίστημι.