μετεγκέφαλος

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

ο
ανατ. υποδιαίρεση του απώτατου τμήματος του νευρικού σωλήνα του εμβρύου από την οποία παράγονται η γέφυρα και η παρεγγεφαλίδα του ώριμου εγκεφάλου.