μετεωρίτικος

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

-η, -ο Μετέωρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μετέωρα ή προέρχεται από τα Μετέωρα.