μετροφυλλώ
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Greek Monolingual
-άω
φυλλομετρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε κατ' αντιστροφήν του φυλλομετρώ. Μαρτυρείται στις Επιστολές του Αδ. Κοραή].
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
-άω
φυλλομετρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε κατ' αντιστροφήν του φυλλομετρώ. Μαρτυρείται στις Επιστολές του Αδ. Κοραή].