μετροφυλλώ

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source

Greek Monolingual

-άω
φυλλομετρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε κατ' αντιστροφήν του φυλλομετρώ. Μαρτυρείται στις Επιστολές του Αδ. Κοραή].