μηδαμινότητα

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα του μηδαμινού, αναξιότητα, παντελής απαξία, ευτέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].