-ίδος, ἡ, = τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.
[Seite 177] ίδος, ἡ, eine Pflanze, Diosc.
ίδος (ἡ) :sorte de plante (= τριπόλιον LSJ).Étymologie: DELG -.
μηρίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι, Διοσκ. 4. 135 (ἐν τοῖς Νόθοις).
μηρίς, -ίδος, ἡ (Α)το φυτό τριπόλιο.