μισοκαμένος

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει καεί κατά το ήμισυ, που δεν έχει καεί εντελώς.