μισότρελος
From LSJ
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
Greek Monolingual
-η, -ο
σχεδόν τρελός, μισοπάλαβος.
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
-η, -ο
σχεδόν τρελός, μισοπάλαβος.