μοιχοκύρωτος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
μοιχοκύρωτος: -ον, ὁ ἐπικυρῶν τὴν μοιχείαν, σύνοδος Στουδ. 252Α, 228Ε.
Greek Monolingual
μοιχοκύρωτος, -ον ή μοιχοκυρώτης, ὁ (Μ)
αυτός που επικυρώνει τη μοιχεία («τῆς μοιχοκυρώτου Συνόδου», Θεόδ. Στουδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + κυρῶ, -όω (< κῦρος)].