μολαταύτα

Greek Monolingual

και μολοντούτο
επίρρ. παρ' όλα αυτά, ωστόσο, εντούτοις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. με ὅλα ταῦτα. Ο τ. μολοντούτο < μὲ ὅλον τοῦτο].