μολαταύτα

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

και μολοντούτο
επίρρ. παρ' όλα αυτά, ωστόσο, εντούτοις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. με ὅλα ταῦτα. Ο τ. μολοντούτο < μὲ ὅλον τοῦτο].