μολυβδόχαλκος
English (LSJ)
μολυβδόχαλκον, alloy of lead and copper, Zos.Alch.p.157 B.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδόχαλκος: -ον, μέταλλόν τι μικτὸν ἐκ μολύβδου καὶ χαλκοῦ, Συνέσ. παρὰ Φαβρικ. 8. 245 (ἔκδ. 1717)· - μολιβόχαλκος.
Greek Monolingual
μολυβδόχαλκος, -ον (Α)
αυτός που αποτελεί κράμα μολύβδου και χαλκού.