ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
μολυβός, -ή, -όν (Μ)(για ύφασμα) αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, σκούρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μολυβούς, κατά το σχήμα απλούς: απλός].