μονόμφαλα

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek (Liddell-Scott)

μονόμφαλα: (πόπανα ἢ πλακούντια) Ἐπιγρ. Πειραιῶς, Ἐφ. Ἀρχ. 2784, ἔτι Ἀθην. τ. Ε΄, σ. 329.