μονόσπερμος

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

-η, -ο
(για καρπό) αυτός που περικλείει ένα μόνο σπέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μονοσπέρματος < μον(ο)- + σπέρμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].