μουγκανίζω
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
Greek Monolingual
(συν. το μέσ.) μουγκανίζομαι και μουγκανιέμαι
μουγκαλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μουκανίζω < μυκανίζω < μυκῶμαι].