μουγκανίζω

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496

Greek Monolingual

(συν. το μέσ.) μουγκανίζομαι και μουγκανιέμαι
μουγκαλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μουκανίζω < μυκανίζω < μυκῶμαι].