μοχλοποιώ

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source

Greek Monolingual

μοχλοποιῶ, -έω (Α)
μοχλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοχλός + -ποιῶ (< -ποιός)].