μυητής

Greek (Liddell-Scott)

μυητής: ὁ, ὁ μυῶν, μύστης, μυσταγωγός, Θ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 6, σ. 531.

Greek Monolingual

μυητής, ὁ (Μ) μυώ
αυτός που μυεί κάποιον σε μυστική τελετή ή εταιρεία, ο μύστης, ο μυσταγωγός.

German (Pape)

ὁ, der Einweihende, Sp.