μυώ

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source

Greek Monolingual

(I)
μυῶ, -άω (Α)
1. συμπιέζω τα χείλη σε ένδειξη αποδοκιμασίας («τί μοι μυᾱτε κἀνανεύετε;», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μυᾱτε
σκαρδαμύττετε».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται άπαξ στον Αριστοφάνη και στη γλώσσα του Ησυχίου «μυᾱτε
σκαρδαμύττετε», όπου έχει επιχειρηθεί ανάγνωση «μοιμυᾶτε», πρβλ. μοιμύλλω. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το μύω, ενώ έχει συνδεθεί και με το μῦ «ελαφρός ήχος που παράγεται με το σμίξιμο των χειλιών, μουρμούρισμα»].
(II)
(Α μυῶ, -έω)
1. εισάγω κάποιον στα μυστήρια θρησκείας, κατηχώ, προσηλυτίζω
2. (κατ' επέκτ.) διδάσκω, εκπαιδεύω
νεοελλ.
1. εισάγω κάποιον στη γνώση, στα μυστικά της επιστήμης ή τέχνης, (α. «μυώ στη φιλοσοφία» β. «τόν μύησε στην αγγειοπλαστική»)
2. παρέχω σε κάποιον την πρώτη εμπειρία («τόν μύησε στον έρωτα»)
3. αποκαλύπτω σε κάποιον τους σκοπούς μιας μυστικής οργάνωσης ή κίνησης και τόν καθιστώ οπαδό της («ο Ξάνθος μύησε τον Υψηλάντη στη Φιλική Εταιρεία»)
αρχ.
1. εισάγω κάποιον στη χριστιανική θρησκεία με το βάπτισμα
2. φρ. «μυηθῆναι ἀφ' ἑστίας» — η κατήχηση στα Ελευσίνεια Μυστήρια καθώς και στην τέλεσή τους
3. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ μυούμενος
αυτός που κατηχείται για να βαφτιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το μύω, ενώ σχηματίστηκε από ρηματικούς τ., μη ενεστωτικούς, με παρέκταση -η- (πρβλ. μέμω-μαι: μεμύ-η-μαι > μυέομαι, μυούμαι). Την ιδιαίτερη σημ. «εισάγω στα μυστήρια, κατηχώ» τήν έλαβε από το μύστης].
(III)
μυῶ, -όω (ΑΜ)
καθιστώ κάτι μυώδες (α. «μυῶ σῶμα», Ορειβ.)
β. «στῆθος μεμυωμένον», Ιππιατρ.)
αρχ.
1. γίνομαι σκληρός («σπλῆνας αἰεὶ μεγάλους εἶναι καὶ μεμυωμένους», Ιπποκρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεμυωμένων
μεμυκότων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός του μυωτός].