μυριόστομος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόστομος: -ον, ὁ μετὰ ἀναριθμήτων στομάτων, Θεόδωρ. Πρόδρ. σελ. 181.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος (Μ μυριόστομος, -ον)
αυτός που έχει αναρίθμητα στόματα
νεοελλ.
αυτός που βγαίνει από μύρια στόματα («μυριόστομη κραυγή»)
μσν.
αυτός που είναι κατασκευασμένος με πάρα πολλές αιχμές (α. «μυριόστομον ξίφος», Γ. Πισίδ.
β. «μυριόστομον δόρυ», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -στομος (< στόμα)].