μυριόστομος
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόστομος: -ον, ὁ μετὰ ἀναριθμήτων στομάτων, Θεόδωρ. Πρόδρ. σελ. 181.
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -ος (Μ μυριόστομος, -ον)
αυτός που έχει αναρίθμητα στόματα
νεοελλ.
αυτός που βγαίνει από μύρια στόματα («μυριόστομη κραυγή»)
μσν.
αυτός που είναι κατασκευασμένος με πάρα πολλές αιχμές (α. «μυριόστομον ξίφος», Γ. Πισίδ.
β. «μυριόστομον δόρυ», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -στομος (< στόμα)].