μυρσινέλαιον
English (LSJ)
τό, myrtle oil, Dsc.1.39 tit.
German (Pape)
[Seite 221] τό, Myrthenöl, Plin.
Greek (Liddell-Scott)
μυρσῐνέλαιον: τό, μυρσίνινον ἔλαιον, ἔλαιον μυρσίνης, Διοσκ. 1. 48.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
huile de myrte.
Étymologie: μυρσίνη, ἔλαιον.