μυστηριοφύλαξ

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

μυστηριοφύλαξ, -ακος, ὁ (Μ)
τηρητής, φύλακας μυστηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστήριον + φύλαξ.