Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
μυστηριοφύλαξ, -ακος, ὁ (Μ)τηρητής, φύλακας μυστηρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστήριον + φύλαξ.