μυστικιστής
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
Greek Monolingual
ο, θηλ. μυστικίστρια
1. αυτός που έχει τάσεις μυστικισμού
2. οπαδός του φιλοσοφικού συστήματος του μυστικισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικισ-μός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ν. Κοτζιά].