μυχέστατος
English (LSJ)
η, ον, irreg. Sup. of μύχιος, Phot.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μῠχέστατος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ μύχιος, Φώτ.
Greek Monolingual
μυχέστατος, -τάτη, -ον (Μ)
(ανώμ. υπερθ. του μύχιος) βλ. μυχαίτατος.
η, ον, irreg. Sup. of μύχιος, Phot.
μῠχέστατος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ μύχιος, Φώτ.
μυχέστατος, -τάτη, -ον (Μ)
(ανώμ. υπερθ. του μύχιος) βλ. μυχαίτατος.