μυχέστατος

English (LSJ)

η, ον, irreg. Sup. of μύχιος, Phot.

German (Pape)

[Seite 224] = Vorigem, Phot. erkl. ἐσώτατος.

Greek (Liddell-Scott)

μῠχέστατος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ μύχιος, Φώτ.

Greek Monolingual

μυχέστατος, -τάτη, -ον (Μ)
(ανώμ. υπερθ. του μύχιος) βλ. μυχαίτατος.