μυχόεις

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

Greek Monolingual

μυχόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που κρύβεται σε σκοτεινό μυχό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + κατάλ. -όεις (πρβλ. κρινόεις, λωτόεις)].