μωρολογώ
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Greek Monolingual
(ΑΜ μωρολογῶ -έω και -άω) μωρολόγος
λέω μωρίες, ανοησίες.