ναζιστικός

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

-ή, -ό ναζιστής
αυτός που είναι χαρακτηριστικός τών ναζί ή ανήκει και αναφέρεται στον ναζισμό.
επίρρ...
ναζιστικά
με ναζιστικό τρόπο.