νανίον

English (LSJ)

τό, Dim. of νᾶνος, puppet, doll, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

νᾱνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ νᾶνος, πλαγγών, «κοῦκλα»· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς κύρ. ὄνομα θηλ.

Greek Monolingual

νανίον, τὸ (Α) νάνος
υποκορ. του νάνος.