Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νάνος

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317

Greek Monolingual

και νάννος, ο (Α νᾱνος)
άνθρωπος εξαιρετικά μικρόσωμος
νεοελλ.
1. ως επίθ. νάνος, -ο
α) (βιολ. -ιατρ.) ενήλικο άτομο ή φυτό που χαρακτηρίζεται από νανισμό
β) ονομασία διαφόρων γαλαξιών ή αστέρων μικρής σχετικά λαμπρότητας
2. μυθ. ον που ζούσε σε παραμυθένιους τόπους, βαθιά στα δάση ή στα βουνά («η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι»)
3. μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ανίκανος, τιποτένιος
αρχ.
1. αυτός που τα μέλη του σώματός του είναι εξαιρετικά μικρά σε σχέση με τον κορμό
2. είδος πίτας από τυρί και λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Η παραγωγή του < νεᾱνός (< νέος, πρβλ. νεάν, γεν. νεάνος, νεανίας), με συναίρεση και μετάθεση του τόνου, δεν θεωρείται ικανοποιητική από φωνητική άποψη. Ο παράλλ. τ. νάννος προέκυψε με εκφραστικό αναδιπλασιασμό, πιθ. για λόγους υποκορισμού.
ΠΑΡ. νανώδης
αρχ.
νανίον, νανούδιον
νεοελλ.
νανισμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νανοφυής
νεοελλ.
νανοαπολίθωμα, νανοκέφαλος, νανοκορμία, νανομελής, νανοπλαγκτόν, νανόσωμος].