ναυτόφωνο

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

το
συσκευή η οποία εκπέμπει έντονα ηχηρά σήματα και χρησιμοποιείται από τους ναυτικούς κατά τη διάρκεια πυκνής ομίχλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + -φωνο (< -φωνος < φωνή)].