νείρομαι

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

1. ονειρεύομαι
2. ονειροπολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ονείρομαι].