νεανικότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, youthfulness, Sext.Ps.9.1.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνικότης: -ητος, ἡ, ἡ νεανικὴ ἡλικία, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 610D.