νεκροφανής
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
Greek Monolingual
-ές
αυτός που έπαθε νεκροφάνεια, ο φαινομενικά νεκρός.
επίρρ...
νεκροφανώς (Α νεκροφανῶς)
σαν νεκρός, με τρόπο ώστε να φαίνεται κανείς νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -φανής (< θ. φαν- πρβλ. ἐ-φάν-ην, αορ. β' του φαίνω), πρβλ. μεσο-φανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Κ. Ασώπιο].