νεκρόφοβος

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source

Greek Monolingual

ο, η
1. αυτός που φοβάται τους νεκρούς
2. αυτός που βασανίζεται από την ιδέα του θανάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrophobe < necro- (< νεκρός) + -phobe (< -φόβος < φόβος)].