νεκυολόγος
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek (Liddell-Scott)
νεκυολόγος: -ον, ὁ συλλέγων τοὺς νεκρούς, Θεοδ. Πρόδρ. ἐν Notices τ. 7, σ. 257, 5.
Greek Monolingual
νεκυολόγος, -ον (Μ)
αυτός που συναθροίζει, που συλλέγει τα πτώματα ή τις ψυχές τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + -λόγος].