νεογιλής

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

νεογιλής, -ές (Α)
ο νεογιλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεογιλός, κατά τα επίθ. σε -ής].