Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
νεογιλής, -ές (Α)ο νεογιλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεογιλός, κατά τα επίθ. σε -ής].