νεφελοσύστατος
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
Greek (Liddell-Scott)
νεφελοσύστατος: -ον, ὁ ἐκ νεφελῶν συνιστάμενος, Ψευδο- Ἀθαν. IV, 908B.