νεφελοσύστατος

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek (Liddell-Scott)

νεφελοσύστατος: -ον, ὁ ἐκ νεφελῶν συνιστάμενος, Ψευδο- Ἀθαν. IV, 908B.