νεόφερτος

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280

Greek Monolingual

και νιόφερτος, -η, -ο
νεοφερμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].