νηστευτέον
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Greek (Liddell-Scott)
νηστευτέον: δεῖ νηστεύειν, Κλήμ. Ρώμ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 1, σελ. 1013.
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
νηστευτέον: δεῖ νηστεύειν, Κλήμ. Ρώμ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 1, σελ. 1013.