νηστευτέον

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

Greek (Liddell-Scott)

νηστευτέον: δεῖ νηστεύειν, Κλήμ. Ρώμ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 1, σελ. 1013.