νικοσύνθετος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Greek (Liddell-Scott)
νικοσύνθετος: -ον, ὁ ἐκ νικῶν συγκείμενος, μὴ φθόνει τὸν οἰκέτην κροτοῦσα τὰς σὰς νικοσυνθέτους μάχας Θεόδ. Διάκ. 1, 266.
Greek Monolingual
νικοσύνθετος, -ον (Μ)
αυτός που αποτελείται από νίκες («τὰς σὰς νικοσυνθέτους μάχας», Θεοδόσ. Διάκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. -ο- + σύνθετος.