νιψίδι

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

το (Μ νιψίδι)
καλλυντικό, φτειασίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίψις + κατάλ. -ίδι].