νοραδρεναλίνη
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
Greek Monolingual
η
(βιοχ.) ορμόνη που ανήκει στις κατεχολαμίνες και εκκρίνεται από τον φλοιό τών επινεφριδίων, όπου αποτελεί τον πρόδρομο της αδρεναλίνης, καθώς και από τις απολήξεις τών συμπαθητικών νευρικών ινών, όπου χρησιμεύει ως νευροδιαβιβαστής για την μετάδοση τών νευρικών ώσεων σε εκτελεστικά όργανα, αλλ. νορεπινεφριδίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. noradrenaline < nor- (< normal) + adrenaline «αδρεναλίνη»].