νυκταστράπτης

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Spanish

el que relampaguea en la noche

Greek Monolingual

νυκταστράπτης, ὁ (Α)
αυτός που αστράφτει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἀστράπτω.

Léxico de magia

el que relampaguea en la noche ref. a Tifón κραταιὲ Τυφῶν, ... βρονταγωγέ, λαιλαπετέ, νυκταστράπτα poderoso Tifón, conductor del trueno, huracán, el que relampaguea en la noche P IV 182