νυκτόναρ

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek (Liddell-Scott)

νυκτόναρ: τό, ὄναρ τῆς νυκτός, Θ. Στουδ. 602C.

Greek Monolingual

νυκτόναρ, τὸ (Μ)
όνειρο της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ὄναρ.