νυκτόναρ

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek (Liddell-Scott)

νυκτόναρ: τό, ὄναρ τῆς νυκτός, Θ. Στουδ. 602C.

Greek Monolingual

νυκτόναρ, τὸ (Μ)
όνειρο της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ὄναρ.