νωτοφύλαξ
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
νωτοφύλαξ: -ακος, ὁ, = ὀπισθοφύλαξ, ἔμειναν δὲ τῇ παρασκευῇ νωτοφύλακες καβαλλάριοι Χρον. Πασχάλ. 725. 16.
Greek Monolingual
νωτοφύλαξ, -ακος, ὁ (Μ)
αυτός που βρίσκεται στην οπισθοφυλακή, αυτός που φυλάει τα νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + φύλαξ.