νότισμα

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

το νοτίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοτίζω, η παρουσία υδρατμών σε κάτι, ύγρανση.