νότισμα

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

το νοτίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοτίζω, η παρουσία υδρατμών σε κάτι, ύγρανση.